καταδοξάζω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδοξάζω Medium diacritics: καταδοξάζω Low diacritics: καταδοξάζω Capitals: ΚΑΤΑΔΟΞΑΖΩ
Transliteration A: katadoxázō Transliteration B: katadoxazō Transliteration C: katadoksazo Beta Code: katadoca/zw

English (LSJ)

   A = καταδοκέω, X.An.7.7.30, D.S.32.10:—Pass., ibid.    2 form a wrong opinion, Epicur.Nat.2.9, Herc.1413.4; ὑπέρ τινος D.H.6.10.

German (Pape)

[Seite 1347] gegen Einen meinen, eine ungünstige Meinung haben, Argwohn oder Mißtrauen hegen, mit acc. c. inf., Xen. An. 7, 7, 30; D. Hal. 6, 10 u. a Sp. auch = simplex, wie Suid. erkl., ἀπεικάζω, νομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταδοξάζω: μέλλ. -άσω, = καταδοκέω, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 30, Διοδ. Ἐκλογ. 520. 25· καὶ ἐν τῷ Παθ., αὐτόθι 39. 2) σχηματίζω ἐσφαλμένην γνώμην περί τινος, ὑπέρ τινος Διον. Ἁλ. 6. 10· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., αὐτόθι 29.

French (Bailly abrégé)

c. καταδοκέω.

Greek Monolingual

καταδοξάζω (Α)
1. καταδοκώ
2. σχηματίζω εσφαλμένη γνώμη για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δοξάζω «νομίζω» (< δόξα «γνώμη»)].