κατάβαλμα

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

κατάβαλμα, τὸ (Μ)
κατηγορία, συκοφαντία, διαβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβάλ- του καταβάλλω (πρβλ. υποτακτ. αορ. β' κατα-βάλ-ω με τη σημ. «κατηγορώ») + κατάλ. -μα (πρβλ. ένταλ-μα, σφάλ-μα)].