καταλαβαίνω
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
(Α καταλαμβάνω, Μ καταλαβαίνω) αντιλαμβάνομαι, κατανοώ («κάνει πως δεν καταλαβαίνει»
νεοελλ.
φρ. α) «του 'δωσα και κατάλαβε»
i) τον τιμώρησα, τον εκδικήθηκα
ii) έκανα κάτι κατά κόρον
β) «μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε» — γι' αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν.