δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
τοναυτ. είδος ελαφρού, ακαταβύθιστου σχοινιού κατασκευασμένου από ίνες κοκκοφοίνικα, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως πρυμνήσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -σχοινο(ν) (< σχοινί), πρβλ. καραβό-σχοινο, συρματό-σχοινο].