κήρινθος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήρινθος Medium diacritics: κήρινθος Low diacritics: κήρινθος Capitals: ΚΗΡΙΝΘΟΣ
Transliteration A: kḗrinthos Transliteration B: kērinthos Transliteration C: kirinthos Beta Code: kh/rinqos

English (LSJ)

ὁ,

   A bee-bread, = ἐριθάκη, Arist.HA623b23, Plin.HN11.17, Hsch.    II kind of ulcer, Id.

German (Pape)

[Seite 1433] ὁ, das Bienenbrod, Hesych. S. ἐριθάκη.

Greek (Liddell-Scott)

κήρινθος: ὁ, τροφὴ τῶν μελισσῶν, ὡσαύτως ἐριθάκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ἕλκους, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κήρινθος, ὁ (Α)
1. η τροφή τών μελισσών, η εριθάκη, ρευστή κομμιώδης ουσία, διαφορετική από το μέλι, η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως τροφή τους
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος έλκους, είδος πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός. Η κατάλ. -ινθος παρατηρείται συν. σε λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].