τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Full diacritics: κορμάζω | Medium diacritics: κορμάζω | Low diacritics: κορμάζω | Capitals: ΚΟΡΜΑΖΩ |
Transliteration A: kormázō | Transliteration B: kormazō | Transliteration C: kormazo | Beta Code: korma/zw |
A saw up into logs, D.H.20.15 (Pass.).
κορμάζω: κόπτω εἰς κορμούς, τεμάχια, Διον. Ἁλ. 20. 6.
κορμάζω (Α) κορμός
κόβω κάτι σε κορμούς, τεμαχίζω, κομματιάζω («ὕλη κορμασθεῑσα κατά μέρη», Διον. Αλ.).