κολοκυθιά

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source

Greek Monolingual

η κολοκύθι
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλων φυτών της οικογένειας κουκουρβιτίδες ή κολοκυνθίδες, αλλ. κολοκύνθη
2. φρ. «παίζω την κολοκυθιά»
α) παίζω το παιχνίδι ερωταποκρίσεων: «Κολοκυθιά που κάνει (αριθμός) κολοκύθια» — «Γιατί να κάνει (αριθμός);» — «Αμ πόσα να κάνει;» κ.λπ.
β) συνεχίζω με τρόπο ανιαρό, με μικροαλλαγές την ίδια συζήτηση.