Αχελώος
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
Greek Monolingual
ο (AM Ἀχελῷος και Ἀχελώιος)
ποταμός της Δυτικής Ελλάδας που πηγάζει από την οροσειρά της Πίνδου και χύνεται στο Ιόνιο πέλαγος, απέναντι από τις Εχινάδες νήσους
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων ποταμών
2. ποτάμι ή ρέμα
3. νερό
4. ο σπουδαιότερος ποτάμιος θεός και θεός όλων των νερών που ρέουν, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή κατ' άλλους της Γης.