κτιστύς

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτιστύς Medium diacritics: κτιστύς Low diacritics: κτιστύς Capitals: ΚΤΙΣΤΥΣ
Transliteration A: ktistýs Transliteration B: ktistys Transliteration C: ktistys Beta Code: ktistu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ion. for κτίσις, Hdt.9.97.

German (Pape)

[Seite 1520] ύος, ἡ, ion. = κτίσις, die Gründung, Μιλήτου Her. 9, 97.

Greek (Liddell-Scott)

κτιστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κτίσις, Ἡρόδ. 9. 97 (διάφ. γραφ. κτίσις).

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
ion. c. κτίσις.
Étymologie: κτίζω.

Greek Monolingual

κτιστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. η κτίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτισ- του κτίζω + κατάλ. -τύς (πρβλ. γελασ-τύς, κρεμβολιασ-τύς)].