λυσσητικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A driving mad, πρὸς τἀφροδίσια Ael.NA12.10.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσητικός: -ή, -όν, μανιώδης, ὁρμητικός, πρὸς τἀφροδίσια Αἰλ. π. Ζ. 12. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
transporté d’un désir furieux.
Étymologie: λυσσάω.
Greek Monolingual
λυσσητικός, -ή, -όν (Α) λυσσητής
μανιώδης, ορμητικός.