λυπίζω

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141

Greek Monolingual

λυπίζω (Μ)
1. κάνω κάποιον να λυπάται, προξενώ λύπη σε κάποιον
2. μέσ. λυπίζομαι
λυπάμαι, αισθάνομαι, λύπη για κάποιον ή για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λυπώ, κατά τα ρ. σε -ίζω].