αλλαντικά

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source

Greek Monolingual

τα (Τροφ. Τεχνολ.)
προϊόντα κρέατος που παρασκευάζονται με ειδική κατά περίπτωση επεξεργασία από ψιλοκομμένο κρέας ή από βρώσιμα παραπροϊόντα του ή και από τα δύο με προσθήκη και ξένων ουσιών.