ἀμπελοφόρος

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελοφόρος Medium diacritics: ἀμπελοφόρος Low diacritics: αμπελοφόρος Capitals: ΑΜΠΕΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: ampelophóros Transliteration B: ampelophoros Transliteration C: ampeloforos Beta Code: a)mpelofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing vines, Thphr.CP2.4.4, PTeb.82, Poll. 1.228.

German (Pape)

[Seite 129] weintragend, γῆ, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελοφόρος: -ον, ὁ φέρων, ὁ ἔχων ἀμπέλους, Πολυδ. 1. 228.

Spanish (DGE)

-ον
apto para el cultivo de viñas σπιλάς Thphr.CP 2.4.4, (γῆ) (tierra) que produce viñas, PTeb.82.10 (II a.C.).

Greek Monolingual

-ο (Α ἀμπελοφόρος, -ον)
(για τόπους) ο κατάλληλος για αμπελοφυτείες, αυτός στον οποίο ευδοκιμεί η άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -φόρος < φέρω.