αμφιμήκης

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

ἀμφιμήκης, -ες (ΑΜ)
1. άρτιος, ζυγός (αριθμός)
2. ισόμετρος κατά τα άκρα, αντίθ. ἐτερομήκης (για σχήματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -μήκης < μῆκος (πρβλ. ἐπιμήκης, εὐμήκης, ἰσομήκης, ὑπερμήκης κ.ά.)].