αναπυνθάνομαι
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
ἀναπυνθάνομαι (Α)
1. εξετάζω με επιμέλεια, ερευνώ, ρωτώ
2. πληροφορούμαι, μαθαίνω ρωτώντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + πυνθάνομαι «πληροφορούμαι».
ΠΑΡ. ανάπευσις, ανάπυστος].