αναρριχητικός
From LSJ
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ο σχετικός με την αναρρίχηση
2. αυτός που αναρριχάται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρίχησις (-η). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].