ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
ἀναχάζω (Α) χάζω1. κάνω κάποιον να υποχωρήσει2. μέσ. υποχωρώ, οπισθοχωρώ.