ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
ἀνέρπω (Α)1. ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω2. ξεπηδώ, αναβλύζω.