ἀποκριδόν
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
Adv., (ἀποκρίνω)
A apart from, c. gen., A.R.2.15: abs., Opp.H.1.548, cf. IG3.1416a:—also ἀπο-κριδά, Hdn.Gr.1.496.
German (Pape)
[Seite 308] abgesondert, getrennt, Sp., τινός Ap. Rh. 2, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρῐδόν: ἐπίρρ. (ἀποκρίνω) χωρίς, χωριστά, μετὰ γεν., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 15: ἀποκριδὸν Ἰω. Ἀλ. Τονικὰ Παραγγέλμ. σ. 33. 4.
Spanish (DGE)
(ἀποκρῐδόν)
adv. lejos de c. gen. ὁμίλου A.R.2.15
•sin rég. lejos, IG 22.3158.23 (I d.C.), Opp.H.1.548.
Greek Monolingual
ἀποκριδόν επίρρ. (Α)
ξεχωριστά.