ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
η
1. κέρδος, πρόσοδος
2. η ενίσχυση
3. στον πληθ. οι απολαβές
εισόδημα, μισθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολαμβάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ι. Περβάνογλου].