ἀραχνοειδής

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραχνοειδής Medium diacritics: ἀραχνοειδής Low diacritics: αραχνοειδής Capitals: ΑΡΑΧΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: arachnoeidḗs Transliteration B: arachnoeidēs Transliteration C: arachnoeidis Beta Code: a)raxnoeidh/s

English (LSJ)

[ᾰρ], ές,

   A like a cobweb, of the scum of urine, λιπαρότητες Hp.Prog.12; also used of a feeble pulse, Gal.19.411; of capillary veins, Id.2.808; of nerves, ib.400; ἀπόφυσις -εστάτη ib.366; ἀ. χιτών in Medic., older name for the ἀμφιβληστροειδὴς χ. (q.v.), i.e. the retina, Herophil. ap. Cels.7.7.13, Ruf.Onom.153; but distinguished from it by Gal.10.47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραχνοειδής: -ές, ὅμοιος ἱστῷ ἀράχνης, ἐπὶ τοῦ ἀφροῦ τῶν οὔρων, Ἱππ. Προγν. 40· ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ τῶν τριχοειδῶν ἀγγείων ἢ νεύρων, Γαλην. 2. 808, ἐν τῇ Ἰατρ. 366· ἀραχνοειδής χιτών ὁ ἄλλως ὑαλοειδὴς ἢ ἀμφιβληστροειδὴς χιτών καλούμενος, Greenhill, Ueofil. s. 164. 7.

Spanish (DGE)

-ές
1 aracnoide, como telaraña λιπαρότης en la orina, Hp.Prog.12, de las ramificaciones de los vasos capilares, Gal.2.808, de las nerviosas, Gal.2.400, cf. Aristid.Quint.89.14, ἀπόφυσις ... ἀραχνοειδεστάτη Gal.2.366, ἀ. χιτών de la retina del ojo, Gal.10.47, Herophil. en Cels.7.7.13, Ruf.Onom.153
en ciertas plantas χνοῦς Dsc.3.16.
2 fig. como telaraña, débil del pulso, Gal.19.411.

Greek Monolingual

(AM ἀραχνοειδής, -ές)
Ι. όμοιος με ιστό αράχνης
νεοελλ.
1. «αραχνοειδής χιτώνας» — ο αμφιβληστροειδής του ματιού
2. «αραχνοειδής μήνιγξ» — το μεσαίο από τα τρία περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου
II. το ουδ. ως ουσ. τα αραχνοειδή
ομοταξία των Αρθρόποδων (αράχνες, σκορπιοί, ακάρεα)
αρχ.
(για τριχοειδή αγγεία, νεύρα κ.λπ.·) λεπτότατος σαν ιστός αράχνης.