ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
ἀρκεύθινος, -η, -ον (Α) άρκευθοςκαμωμένος από τον καρπό ή από κλαδί της αρκεύθου.