τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
-η, -ο (AM ἄταφος, -ον) θάπτωάθαφτοςαρχ.φρ. «ἄταφοι πράξεις» — η άρνηση των τελετών της ταφής.