άχωρ

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

(-ορος και -ωρος), ο (Α ἄχωρ, -ορος και ἀχώρ, -ῶρος)
χρόνια μολυσματική μυκητίαση των τριχών, της επιδερμίδας, του τριχωτού δέρματος και των νυχιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα άχυρον, άχνη και ανάγεται σε αρχαίο θέμα σε -r / n, ενώ άλλοι τη συνέδεσαν με το Αχέρων. Βλ. και λ. ακ-].