βρομούσα
From LSJ
η
1. ακάθαρτη γυναίκα
2. γυναίκα ανήθικη
3. ονομασία διαφόρων φυτών με άσχημη μυρωδιά
4. ονομασία διαφόρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων
5. χλωριούχος άσβεστος που χρησιμοποιείται στο πλύσιμο των ρούχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι) + (παραγ. κατάλ.) -ουσα].