γαρδούμπα

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

και γαρδούμα, η και γαρδούμι, το (Μ γαρδούμιον, το)
φαγητό που γίνεται από έντερα αρνιού ή κατσικιού παραγεμισμένα με μικρά κομμάτια από εντόσθια, αλάτι, πιπέρι και μυρωδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caldumen].