γίγγρος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): tb. γίγγρον Hsch.s.u. γίγγρος
mús.
1 flauta fenicia Antiph.107, Men.Fr.225, Ath.174f, Hsch.
2 música para flauta fenicia Hsch.

• Etimología: Quizá forma expresiva c. red. de *γιρ-γρο- c. disim., de la misma r. que γέρανος q.u.

Greek Monolingual

γίγγρος, ο (Α)
φρ. «γίγγρος αὐλός» — ο γίγγρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς πρόκειται για εκφραστικό αναδιπλασιασμένο σχηματισμό γιρ -γρ -ο- με ανομοίωση (πρβλ. γήρυς, γερανός, λατ. gingriō)].