γραμματοδιδασκαλεῖον
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
τό,
A = γραμματεῖον11, Plu.2.712a, al.
German (Pape)
[Seite 504] τό, die Schule, Plut. Symp. 7, 8, 3; Luc.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτοδῐδασκαλεῖον: τό, = γραμματεῖον 4, Πλούτ. 2. 712Α.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
école enfantine.
Étymologie: γραμματοδιδάσκαλος.
Spanish (DGE)
-ου, τό
escuela elemental ὥστε γ. ἡμῖν γενέσθαι τὸ συμπόσιον Plu.2.712a, τὴν ... παιδικὴν ἡλικίαν παραλλάσσων ἐπέστη γραμματοδιδασκαλείῳ Plu.Alc.7, cf. 2.278e, SB 7268 (I/II d.C.).
Greek Monolingual
γραμματοδιδασκαλεῑον, το (Α)
σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως.