δασυκνήμις
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ῑδος, = sq., Nonn.D. 14.81.
German (Pape)
[Seite 524] ιδος, = folgdm, Πάν Nonn. D. 14, 81.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσυκνήμις: ῑδος, = τῷ ἑπομ., Νόνν. Δ. 14. 81.
Spanish (DGE)
(δᾰσυκνήμις) -ιδος de pantorrillas velludas Φίλαμνος Nonn.D.14.81.
Greek Monolingual
δασυκνήμις (-ιδος), ο (Α)
δασύκνημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + κνήμη «το τμήμα του ποδιού ανάμεσα στο γόνατο και στον αστράγαλο, η γάμπα»].