δασοφύλακας
From LSJ
ο
κατώτερος υπάλληλος της δασικής υπηρεσίας, δημόσιας ή ιδιωτικής, επιφορτισμένος με τη φύλαξη του δάσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + φύλακας. Η λ. δασοφύλαξ μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζάντιου].