δασοφύλακας

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
κατώτερος υπάλληλος της δασικής υπηρεσίας, δημόσιας ή ιδιωτικής, επιφορτισμένος με τη φύλαξη του δάσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + φύλακας. Η λ. δασοφύλαξ μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζάντιου].