διιππεύω

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek (Liddell-Scott)

διιππεύω: διέρχομαι ἔφιππος, Διόδ. 19. 33· διά τινος Δίων Κ. 59. 17.

Greek Monolingual

διιππεύω (AM) ιππεύω
1. περνώ έφιππος
2. διασχίζω
3. παρατρέχω, παραβλέπω
4. (για χρόνο) περνώ, φεύγω.