δωρόδειπνος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A giving dinner, παῖς δ., i.e. a waiter, Ath.15.701b.
German (Pape)
[Seite 695] der eine Mahlzeit schenkt, παῖς, der die Speisen herumgiebt, Ath. XV, 701 b.
Greek (Liddell-Scott)
δωρόδειπνος: -ον, παρέχων τὸ δεῖπνον, παῖς δ., ὑπηρέτης, Ἀθήν. 701B.
Spanish (DGE)
-ον
que atiende la mesa del banquete παῖς camarero Ath.701b.
Greek Monolingual
δωρόδειπνος, ο (Α)
αυτός που προσφέρει ή σερβίρει το δείπνο, ο σερβιτόρος.