εκτόπλασμα
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
το
1. (ψυχοφυσ.) το μυστηριώδες πλάσμα που με την υλοποίηση του ψυχικού ρευστού σχηματίζεται έξω από το σώμα του μεταψυχικού ατόμου (μέντιουμ) και μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές της ανόργανης και οργανικής ζωής, κατά την αποκρυφιστική αντίληψη
2. ζωολ. το εξωτερικό στρώμα του σώματος τών μονοκύτταρων μικροσκοπικών πρωτοζώων, αλλιώς εξώπλασμα.