εκτόπλασμα

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

το
1. (ψυχοφυσ.) το μυστηριώδες πλάσμα που με την υλοποίηση του ψυχικού ρευστού σχηματίζεται έξω από το σώμα του μεταψυχικού ατόμου (μέντιουμ) και μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές της ανόργανης και οργανικής ζωής, κατά την αποκρυφιστική αντίληψη
2. ζωολ. το εξωτερικό στρώμα του σώματος τών μονοκύτταρων μικροσκοπικών πρωτοζώων, αλλιώς εξώπλασμα.