ἐμπίμπρημι

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπίμπρημι Medium diacritics: ἐμπίμπρημι Low diacritics: εμπίμπρημι Capitals: ΕΜΠΙΜΠΡΗΜΙ
Transliteration A: empímprēmi Transliteration B: empimprēmi Transliteration C: empimprimi Beta Code: e)mpi/mprhmi

English (LSJ)

(pres. not in Hom. who has impf. ἐνέπρηθον,

   A v. ἐμπρήθω), 3pl. impf. ἐνεπίμπρασαν Th.6.94; also (as if from ἐμπιπράω) inf. ἐμπιπρᾶν Plu.Cor.26; part. ἐμπιπρῶν Plb.1.53.4: impf. ἐνεπίμπρων X.HG6.5.22: fut. ἐνιπρήσω Il.15.702, ἐμπρήσω Ar.Th.749, 3pl. -πρήσοντι Tab.Heracl.1.145: aor. 1 ἐνέπρησα Hom., etc.: aor. 1 Med. ἐνεπρησάμην PTeb.61 (b).289 (ii B.C.), Q.S.5.485:—Pass., part. ἐμπιπράμενος Hdt.1.19: fut. ἐμπεπρήσομαι (v.l. ἐμπρήσομαι, as in Id.6.9), Paus.4.7.10; Ep.inf. ἐνιπρήσεσθαι Q.S.1.494: aor. ἐνεπρήσθην Hdt. 5.102, 6.25, Th.4.29, etc.: pf. ἐμπέπρησμαι Hdt.8.144 (v.l. -πέπρημαι), Ph.1.391:—kindle, set on fire, πυρὶ νῆας Il.8.182, al.; τῷ Λημνίῳ . . πυρὶ ἔμπρησον S.Ph.801; τὸν [νηὸν] ἐνέπρησαν Hdt.1.19, cf. 5.101, al.: c. gen., πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι burn them by force of fire, Il.16.82; ἐμπιμπράναι οἰκίαν Ar.Nu.1484, cf. Pl.R.471c:—Pass., to be set on fire, Hdt.1.19, etc.; ῥίζαι -πεπρησμέναι Ph. l.c.; to be inflamed, Aret.SA2.10: metaph. of anger, Luc.Cat.12. (Freq. written ἐμπίπρ- in codd., but cf. ἐμπιμπράντων Phld.Ir.p.53 W.)

French (Bailly abrégé)

c. ἐμπίπρημι.

Spanish (DGE)

• Grafía: frec. cód. -πιπρ-

• Morfología: [pres. inf. ἐμπιμπράναι Ar.Nu.1484, part. ἐμπιμπράς X.An.5.2.3, med. pres. ind. ἐμπίπραμαι Hdt.1.19, impf. 3a plu. ἐνεπίμπρασαν Th.6.94, X.HG 6.5.32; fut. 1a sg. ἐνιπρήσω Il.15.702, ἐμπρήσω Ar.Th.749, 3a plu. ἐμπρήσοντι TEracl.1.145 (IV a.C.), med. inf. ἐμπρήσεσθαι Paus.4.7.10, ἐνιπρήσεσθαι Q.S.1.494; aor. ind. 1a sg. ἐνέπρησα Il.9.242, S.Ph.801, inf. ἐνιπρῆσαι Il.13.319, 14.47, med. ind. 1a sg. ἐνεπρησάμην PTeb.61(b).289 (II a.C.), pas. aor. ind. 1a sg. ἐνεπρήσθην Hdt.5.102, 6.25, Th.4.29; perf. med.-pas. ind. 1a sg. ἐμπέπρησμαι Hdt.8.144, Ph.1.391, fut. perf. 3a sg. ἐμπεπρήσεται Hdt.6.9, inf. ἐμπεπρήσεσθαι Plu.Sull.27]
I tr.
1 incendiar frec. en cont. bélico, c. ac. y dat. instrum. πυρὶ νῆας Il.8.182, 217, 12.198, 14.47, cf. LXX 2Pa.36.19, τὴν πόλιν ἐν πυρί LXX De.13.16, cf. Nu.31.10, ἐὰν δέ τι οἱ πολέμιοι πειρῶνται ἐμπιμπράναι ἰσχυρᾷ σκευασίᾳ πυρός Aen.Tact.34.1, c. ac. y gen. αὐτὰς τ' ἐμπρήσειν ... πυρός Il.9.242, μὴ δὴ πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι Il.16.82, sólo c. ac. νῆας ἐνιπρῆσαι Il.13.319, 15.507, cf. Hdt.9.106, Th.6.64, Plb.16.31.5, οἰκήματα Hdt.1.17, cf. Ar.Nu.1484, Pl.R.471a, Herod.2.52, Phld.Ir.24.34, I.BI 1.334, τὰς θύρας Ar.Lys.311, τὰς σκηνὰς ἐρήμους Th.1.49, cf. 6.75, τὸ στρατόπεδον X.HG 1.6.37, cf. Plb.3.43.9, ξύλινον τεῖχος Hdt.4.123, cf. Th.6.102, στοάς Plb.4.62.2, τοῖς ἐμπρήσασι τὰ ἀρχεῖα καὶ τὰ δημόσια γράμματα SIG 684.22 (Dime II a.C.), τὰς μὲν ἀτειχίστους τῶν πόλεων X.l.c., cf. E.Tr.1260, Eu.Matt.22.7, I.Vit.410, PThmouis 1.104.14 (II d.C.), τὰς πόλιας ἐνεπίμπρασαν αὐτοῖσι τοῖσι ἱροῖσι Hdt.6.32, cf. Th.1.108, τὸ τέμενος SIG 372.8 (Samotracia III a.C.), cf. I.BI 5.405, Plb.4.19.6, LXX Io.8.19, I.BI 5.411, D.Chr.11.30, τὸ χρηστήριον τὸ τοῦ Διός Hdt.3.25, τά ἀγάλματα Hdt.3.37, τὸ ἄλσος Hdt.6.75, ἐμπρήσαντός τινος κατὰ μικρὸν τῆς ὕλης Th.4.30, cf. TEracl.l.c., σῖτον Th.6.94, πυ[ρ] οῦ γενήματα PTeb.l.c., cf. PBerl.Leihg.40.8 (II d.C.)
en v. med. mismo sent. πολλὰς ... ἐμπρησάμενος τῆς πόλεως οἰκοδομίας Procop.Goth.8.33.14
en v. pas. Σάρδις ... ἐμπεπρῆσθαι ὑπό τε Ἀθηναίων Hdt.5.105, cf. Pl.Grg.469e, Aesop.54, οὔτε τὰ ἱρὰ οὔτε τὰ ἴδια ἐμπεπρήσεται Hdt.6.9, cf. 19, 25, 8.55, 144, συνοικιῶν ἐμπε[πρ] ησμένων BGU 1047.2.13 (II d.C.), τῶν ἐπαύλεων τῶν ἐμπεπρησμένων IMylasa 602.19 (I a.C.), cf. SIG 783.15 (Mantinea I a.C.), cf. D.H.8.68, ληίου ἐμπιμπραμένου ὑπὸ τῆς στρατιῆς Hdt.1.19, νῆσος Th.4.29, ὕλη ἐμπεπρησμένη el bosque incendiado Arist.Pr.906b9, cf. Posidon.239, Plb.34.2.16, ῥίζαι Ph.l.c., ναυσὶν ἐμπιμπραμέναις Aristid.Or.16.36, εἰ δὲ μὴ σπεύσειεν, ἐμπεπρήσεσθαι τὸ Καπιτώλιον si no se apresuraba, el Capitolio sería quemado Plu.l.c.
2 quemar, prender fuego a c. ac. de pers. ἑτέρους δέ τινας Hdt.4.164, πάσας Ar.Lys.269, τὸ παιδίον Men.Sam.554, Σίμων' Ar.Nu.399
abs. τῷ Λημνίῳ ... πυρὶ ἔμπρησον quéma(me) con fuego lemnio S.l.c.
3 de pers. y anim. chamuscar en v. pas. φωνὴ ἐμπεπρημένης ὑός gruñido de cerda chamuscada Ar.V.36
part. subst. Ἐμπιπράμενοι Los chamuscados tít. de una comedia de Cratino, Clem.Al.Strom.6.26.4, Ἐμπιμπραμένη tít. de una comedia de Menandro, Ath.559e.
4 fig. aterrorizar ἁλιῆας de un pez, Nic.Th.824.
II intr., en v. med.-pas.
1 incendiarse αὐτομάτως ἐμπεπρησμένου τοῦ χάρακος habiéndose incendiado la empalizada espontáneamente Plb.14.4.8.
2 medic. inflamarse πνεύμασι ἐμπίπραται ἡ κύστις Aret.SA 2.10.3.
3 fig. encenderse de ira ἐγὼ δὲ ἐνεπιμπράμην μέν Luc.Cat.12.

Greek Monolingual

ἐμπίμπρημι και ἐμπίπρημι (AM)
1. πυρπολώ
2. παθ. εξοργίζομαι.