ἔμφωτον

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμφωτον Medium diacritics: ἔμφωτον Low diacritics: έμφωτον Capitals: ΕΜΦΩΤΟΝ
Transliteration A: émphōton Transliteration B: emphōton Transliteration C: emfoton Beta Code: e)/mfwton

English (LSJ)

τό,

   A hollow of a cone, Hero *Stereom.1.55.

Spanish (DGE)

-ου, τό
espacio o intervalo vacío que deja pasar la luzde áreas o volúmenes inscritos en cuerpos geom., Hero Stereom.1.55, 57, 60, 76, 77
en edificios vano, intercolumnio Euagr.Schol.HE 4.31.

Greek Monolingual

ἔμφωτον, το (AM)
μσν.
το εύρος, το διάστημα
αρχ.
1. το κοίλο του κώνου
2. φωτιζόμενο μέρος, το μέρος από όπου εισέρχεται φως, π.χ. πλευρά τοίχου που έχει παράθυρα.