εξαπλώνω
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
Greek Monolingual
και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, -όω) απλώνω
1. απλώνω, τεντώνω σ' όλη την έκταση, ξετυλίγω
«οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς)
2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου»)
3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς γῆν ἐξαπλωμένος», Διγ. Ακρίτ.)
μσν.- νεοελλ.
1. ξαπλώνω κάτω κάποιον
2. παθ. διαδίδομαι, επεκτείνομαι («ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλο τον κόσμο»)
μσν.
(για στράτευμα) παρατάσσω
αρχ.
1. ερμηνεύω, διευκρινίζω («ἐξαπλώνω ἀμφιβόλους λέξεις», Φίλ.)
2. ιατρ. (για δοθιήνα) ανοίγω, σχίζω, εγχειρίζω.