καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
ἐξεγγυῶ, -άω (Α) [εγγυώ[1. παραδίνω δούλο σε κάποιον με εγγυήσεις για να ανακριθεί2. ελευθερώνω δίνοντας εγγύηση.