Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Full diacritics: ἐπίνοστος | Medium diacritics: ἐπίνοστος | Low diacritics: επίνοστος | Capitals: ΕΠΙΝΟΣΤΟΣ |
Transliteration A: epínostos | Transliteration B: epinostos | Transliteration C: epinostos | Beta Code: e)pi/nostos |
ον,
A for a return, ᾠδή Hsch. s.v. ἱμαῖος.
ἐπίνοστος: ὁ ἐπὶ νόστῳ, ᾠδὴ Ἡσύχ. ἐν λ. ἱμαῖος.
ἐπίνοστος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται για τον νόστο, για την επιστροφή («ᾠδὴ ἐπίνοστος», Ησύχ.).