διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
ἐπισχίζω (Α)1. σχίζω, αυλακώνω στην επιφάνεια («τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες», Στράβ.)2. σχίζω την άκρη επιδέσμου.