ετέρωθι

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76

Greek Monolingual

ἑτέρωθι και αιολ. τ. ἑτέρωτα (Α)
επίρρ.
1. στο άλλο μέρος, απέναντι
2. σε άλλο μέρος, αλλού
3. σε άλλον χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + επίθ. -θι, που δηλώνει εν τόπω στάση (πρβλ. αυτό-θι)].