ευανάμνηστος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
εὐανάμνηστος, -ον (Α)
αυτός που θυμάται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα-μιμνήσκομαι].