εὐρωστία

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρωστία Medium diacritics: εὐρωστία Low diacritics: ευρωστία Capitals: ΕΥΡΩΣΤΙΑ
Transliteration A: eurōstía Transliteration B: eurōstia Transliteration C: evrostia Beta Code: eu)rwsti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A stoutness, strength, Arist.Mir.830a9, D.S.17.88, PRyl.235.8 (ii A.D.); τῆς ψυχῆς Plu.Cat.Mi.44; personified, Εὐ. Ath.Mitt.32.308 (Pergam.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρωστία: ἡ, καλὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἰσχύς, δύναμις, Ἀριστ. π. Θαυμ. 1. 2· τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 44.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
force, vigueur.
Étymologie: εὔρωστος.

Spanish

poder

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐρωστία) εύρωστος
1. σωματική ευεξία, ρωμαλεότητα, σφρίγος
2. καλή κατάσταση (α. «οικονομική ευρωστία» β. «τὴν δ' εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», Πλούτ.).