ἐψιμυθισμένως

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐψιμῡθισμένως Medium diacritics: ἐψιμυθισμένως Low diacritics: εψιμυθισμένως Capitals: ΕΨΙΜΥΘΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: epsimythisménōs Transliteration B: epsimythismenōs Transliteration C: epsimythismenos Beta Code: e)yimuqisme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass., (ψιμυθίζω)

   A with paint or cosmetics, Sch.Ar.Pl.1064.

Greek (Liddell-Scott)

ἐψιμῠθισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ ψιμυθίζω, μετὰ ψιμυθίου «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθισμένως ἔχει, καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1064, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ: καπηλικῶς ἔχει.

Greek Monolingual

ἐψιμυθισμένως (Α)
επίρρ. με ψιμύθιο, φκιασιδωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εψιμυθισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ψιμυθίζομαι].