ζιβύνη
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ἡ,
A = σιβύνη, LXXIs.2.4, Ph.Bel.92.44, Porph. ap. Eus.PE 3.12: ζηβήνη, Hsch.:—Dim. ζιβύννιον, τό, Id.
German (Pape)
[Seite 1140] ἡ, = σιβύνη, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ζιβύνη: ἡ, = σιβύνη, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. 2. 4)· ζηβύνη Μαθ. Ἀρχ. σ. 92· ζηβήνη Ἡσύχ.· - ὑποκορ. ζιβύνιον, τό, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 40, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ζιβύνη, ἡ (AM) (Α και ζηβύνη και ζηβήνη)
σιδερένιο ακόντιο ή λόγχη (βλ. σιβύνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σιβύνη.