ηνίο

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source

Greek Monolingual

το (AM ἡνίον, Α δωρ. τ. ἁνίον)
συν. στον πληθ. τα ηνία
επιμήκεις δερμάτινοι ιμάντες που αποτελούν μέρος του χαλινού και της παραχαλινίδας του αλόγου, κν. γκέμια
νεοελλ.
1. μτφ. διαχείριση, διακυβέρνηση, χειρισμός («τα ηνία του κράτους»)
2. (στον εν.) (πυροβ.) χαλύβδινο τεμάχιο κάτω από την ακτηρίδα τών πυροβόλων που χρησιμεύει για τη στερέωσή τους σε βραχώδες έδαφος
αρχ.
(στον εν.) το σιδερένιο τεμάχιο του χαλινού που δαγκώνεται από το υποζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηνία, η].