θεμελιωτής

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμελῐωτής Medium diacritics: θεμελιωτής Low diacritics: θεμελιωτής Capitals: ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ
Transliteration A: themeliōtḗs Transliteration B: themeliōtēs Transliteration C: themeliotis Beta Code: qemeliwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A founder, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1193] ὁ, der Gründer.

Greek (Liddell-Scott)

θεμελιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ θεμελιῶν, καταβάλλων τὸ θεμέλιον, ἱδρυτής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α θεμελιωτής) θεμελιώνω
μτφ. αυτός που θεμελιώνει, που ιδρύει, ο ιδρυτήςθεμελιωτής της επιχειρήσεως»)
νεοελλ.
αυτός που θέτει τα θεμέλια ενός οικοδομήματος ή άλλου έργου.