τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(Μ θρονιάζω) θρόνος
(για ηγεμόνες και αρχιερείς) ενθρονίζω
νεοελλ.
1. βάζω κάποιον να καθίσει κάπου
2. μέσ. θρονιάζομαι
α) κάθομαι κάπου με πλήρη άνεση, στρογγυλοκάθομαι
β) εγκαθίσταμαι κάπου σαν να είχα όλα τα δικαιώματα
μσν.
καθαγιάζω, εγκαινιάζω.