ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Full diacritics: ἴσθμα | Medium diacritics: ἴσθμα | Low diacritics: ίσθμα | Capitals: ΙΣΘΜΑ |
Transliteration A: ísthma | Transliteration B: isthma | Transliteration C: isthma | Beta Code: i)/sqma |
A = ἄσθμα, and ἰσθμαίνω, = ἀσθμαίνω, Hsch. (also ἰσμ-, Id.).
ἴσθμα, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄσθμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἄσθμα και ἰσθμός].