ιστίο
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἱστίον)
(υποκορ. του ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τον μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη του σκάφους, πανί του καραβιού, άρμενο
αρχ.
ύφασμα, κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. θηκ-ίον, τεκν-ίον). Βλ. κ. ιστός.
ΣΥΝΘ. ιστιοδρομώ, ιστιορράφος
αρχ.
ιστιοκώπη, ιστιόκωπος, ιστιοπετής, ιστιοποιούμαι
μσν.- νεοελλ.
ιστιοφόρος
νεοελλ.
ιστιοδέτης, ιστιοδρομία, ιστιοθέτηση, ιστιοθετώ, ιστιοθήκη, ιστιοκεραία, ιστιοκύτταρο, ιστιόπανο, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλόος, ιστιοπλοώ, ιστιοποιείο, ιστιοποιία, ιστιοποιός, ιστιόρραμμα, ιστιορραφίδα, ιστιορραφώ, ιστιόστιγμα, ιστιοτευθίς, ιστιούχος, ιστιοφορία].