ἰσχνοσκελής

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχνοσκελής Medium diacritics: ἰσχνοσκελής Low diacritics: ισχνοσκελής Capitals: ΙΣΧΝΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: ischnoskelḗs Transliteration B: ischnoskelēs Transliteration C: ischnoskelis Beta Code: i)sxnoskelh/s

English (LSJ)

ές,

   A lean-shanked, D.L.5.1, Gal.6.322.

German (Pape)

[Seite 1272] ές, dünnbeinig, D. L. 5, 1 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνοσκελής: -ές, ἔχων ἰσχνά, λεπτά σκέλη, Διογ. Λ. 5. 1, Γαλην. τ. 6. σ. 327, 3.

Greek Monolingual

ἰσχνοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής, μακρο-σκελής].